πάραρος

πάραρος
-ον, Α
(δωρ. τ.) βλ. παρήορος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πάραρος — πάρᾱρος , πάραρος masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάραρον — πάρᾱρον , πάραρος masc/fem acc sg πάρᾱρον , πάραρος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάρηρος — και πάραρος και παρῶρος, ον, Α βλ. παρήορος …   Dictionary of Greek

  • παρήορος — και δωρ. και αττ. τ. παράορος, δωρ. τ. και πάρηρος και πάραρος και παρῶρος, ον, Α 1. ο συνημμένος ή συνηρτημένος 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ παρήορος το άλογο που δενόταν στο άρμα δίπλα στα ζευγμένα άλογα 2. αυτός που εκτείνεται κατά μήκος, ο ξαπλωμένος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”